- ὑποδρηστήρ
- ὑποδρηστήρattendantmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποδρηστήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. ὑποδρήστειρα, Α 1. θεράποντας, υπηρέτης·2. (με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν υπηρέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρηστήρ / δρήστειρα (< δρῶ)] … Dictionary of Greek
ὑποδρηστῆρα — ὑποδρηστήρ attendant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδρηστῆρας — ὑποδρηστήρ attendant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδρηστῆρες — ὑποδρηστήρ attendant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδρηστῆρι — ὑποδρηστήρ attendant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδρήστειρα — ἡ, Α βλ. ὑποδρηστήρ … Dictionary of Greek